- συσσωμάτωμα
- το, -ατοςστενή ένωση σε ένα σώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συσσωμάτωμα — το, Ν 1. πυκνή ένωση σε ένα σώμα 2. (εδαφολ.) στοιχειώδες σύνολο μεταξύ τών ορυκτών σωματιδίων τού εδάφους και τής κολλοειδούς φάσης, το οποίο χαρακτηρίζει, σε μακροσκοπική κλίμακα, τη δομή τού εδάφους 3. (κρυσταλλ.) διατεταγμένο σύνολο μικρού… … Dictionary of Greek
αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
μικήλλιο — και μικήλλο και μικκύλιο ή μικκύλο, το χημ. συσσωμάτωμα πολύ μικρών διαστάσεων αποτελούμενο από μερικές δεκάδες έως εκατοντάδες άτομα, ιόντα, ή μόρια, χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους … Dictionary of Greek
πέτρωμα — το, ΝΜΑ [πετρώ] νεοελλ. 1. γεωλ. συσσωμάτωμα ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει τμήμα τού στερεού φλοιού τής Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα») 2. η μετατροπή σε πέτρα, η απολίθωση 3. η πήξη, η μεταβολή υγρού σε… … Dictionary of Greek
σωσσυρίτης — ο, Ν (ορυκτ.) συμπαγές συσσωμάτωμα ορυκτών, το οποίο σχηματίζεται από την εξαλλοίωση τών πλαγιοκλάστων, στους γάββρους και στους νορίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saussurite, από το όν. τού Ελβετού φυσιολόγου και φυσικού Η. Benedict de Saussure] … Dictionary of Greek
σωσσυριτίωση — η, Ν [σωσσυρίτης] (ορυκτ.) διεργασία κατά την οποία ασβεστούχο πλαγιόκλαστο εξαλλοιώνεται σε ένα χαρακτηριστικό συσσωμάτωμα ορυκτών που ονομάζεται σωσσυρίτης … Dictionary of Greek
τάλκης — Πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου, με χημικό τύπο Mg3(OH)2Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε μεμονωμένους κρυστάλλους, αλλά σε αρκετά συμπαγή συσσωματώματα. Έχει μεταξώδη λάμψη και λευκό, γκρι ή πρασινωπό… … Dictionary of Greek
υαλοκέφαλος — ο, Ν (ορυκτ.) ινώδες μικροκρυσταλλικό συσσωμάτωμα ορυκτού, με ακτινωτή διάταξη και έντονη λάμψη, το οποίο περατώνεται εξωτερικά σε βοτρυοειδείς ή σφαιροειδείς επιφάνειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Glaskopf < Glas «ύαλος … Dictionary of Greek
χαλκόλιθος — ο / χαλκόλιθος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης 2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων… … Dictionary of Greek